Η προεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση είναι μία από τις πιο δύσκολες παθήσεις, καθώς, πλην των διαγνωστικών προβλημάτων, δεν έχει και τεκμηριωμένη θεραπεία. Έτσι, κρίνονται απαραίτητες η έγκαιρη διάγνωσή της και η υιοθέτηση μερικών προληπτικών κανόνων. Ποιοι είναι αυτοί και από τι ακριβώς μας προφυλάσσουν; Η προεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση είναι ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει κάποιος που ασχολείται με τη διάγνωση και τη θεραπεία των μεταβολικών νοσημάτων των οστών. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά τρεις είναι οι κυριότεροι:
1. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι πάσχουν, άρα και ελάχιστοι την αναζητούν!
2. Τα αίτιά της είναι πολλά και διάφορα, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις η διερεύνησή τους είναι τόσο δύσκολη ώστε σπάνια καταλήγουμε σε κάποιο από αυτά, με αποτέλεσμα η συνήθης διάγνωση «ιδιοπαθής ή πρωτοπαθής οστεοπόρωση» να χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και να υπογραμμίζει έτσι τη διαγνωστική μας ανεπάρκεια.
3. Κανένα από τα γνωστά αντιοστεοπορωτικά φάρμακα δεν έχει δοκιμαστεί σε προεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση, άρα πρακτικά δεν έχουμε τεκμηριωμένη θεραπεία. Η ανεύρεση μιας προεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης γίνεται ή τυχαία ή έπει-
τα από εντολή για μέτρηση της οστικής μάζας από κάποιους πολύ καλά ενημερωμένους ιατρούς, οι οποίοι γνωρίζουν ότι κληρονομικά (γενετικά) αίτια ή/και κάποια νοσήματα μπορούν να προκαλέσουν πρωτοπαθή ή/και δευτεροπαθή προεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση. Το ιστορικό ενός ατόμου λ.χ. μπορεί να μας δώσει αρκετά στοιχεία. Η γνώση ότι η μητέρα έπασχε από οστεοπόρωση, ένα εύκολο αδυναμικό κάταγμα στο παρελθόν, το υπερβολικό κάπνισμα, η απουσία γαλακτοκομικών προϊόντων από τη διατροφή, η αποφυγή του ήλιου, η καθιστική εργασία, η κατανάλωση περισσότερων από 3 καφέδες την ημέρα, οι έντονες και διαρκείς δίαιτες απίσχνασης, ιδιαίτερα στην εφηβεία, και η υπερβολική άσκηση είναι κάποια χρήσιμα στοιχεία που μας οδηγούν στην αναζήτηση της προεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης. Οι διαταραχές της περιόδου κάθε αιτιολογίας (οι πολυκυστικές ωοθήκες κ.ά.), η υπερπρολακτιναιμία, κάποιες παθήσεις του θυρεοειδούς ή των παραθυρεοειδών αδένων, χρόνιες νόσοι του εντέρου που προκαλούν δυσαπορρόφηση ασβεστίου, η κοιλιοκάκη, χρόνιες νόσοι του ήπατος, που προκαλούν διαταραχές στο μεταβολισμό της βιταμίνης D, οι παθήσεις των αρθρώσεων (ρευματοειδής αρθρίτις), οι παθήσεις που συνοδεύονται από χρόνια ακινησία, η ιδιοπαθής υπερασβεστιουρία, κάποια φάρμακα όπως η κορτιζόνη, τα αντιεπιληπτικά, οι πραζόλες (για τη θεραπεία της χρόνιας γαστρίτιδας ή του έλκους στομάχου κ.ά.) μπορούν σε βάθος χρόνου να οδηγήσουν προοδευτικά σε δευτεροπαθή προεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση.
Οι αιτίες
Εάν αποκλειστεί η περίπτωση της δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης, τότε αρχίζει η αναζήτηση μιας πρωτοπαθούς ή ιδιοπαθούς αιτιολογίας. Εδώ η κληρονομικότητα παίζει κυρίαρχο ρόλο. Για κάποιους το 50% των περιπτώσεων οστεοπόρωσης οφείλεται σε κληρονομικά αίτια. Μια αρκετά συχνή κατάσταση για τις Ελληνίδες, που μπορεί να οδηγήσει σε προεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση, είναι η χρόνια ανεπάρκεια της βιταμίνης D, γενετικής αιτιολογίας. Πιστεύεται ότι ένα ποσοστό των γυναικών των μεσογειακών χωρών, που κατά πολλούς πλησιάζει το 10%, παρουσιάζει έλλειψη βιταμίνης D παρά τον άφθονο ήλιο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία προεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης.
Η αντιμετώπιση
Η θεραπεία σε περιπτώσεις προεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης έχει δύο σκέλη:
1. τη θεραπεία της δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης και
2. τη θεραπεία της πρωτοπαθούς οστεοπόρωσης.
Όμως, τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη θα πρέπει να εφαρμοστούν κάποιοι γενικοί, απλοί κανόνες, οι οποίοι θα βοηθήσουν στη διατήρηση της υπάρχουσας οστικής μάζας, έστω και μειωμένης. Κάποιες από τις συμβουλές που μπορούν να αποτρέψουν τη μείωση της οστικής μάζας είναι οι ακόλουθες: διακοπή του καπνίσματος, καθημερινό και συστηματικό βάδισμα, μείωση της λήψης καφέ (μέχρι 2 την ημέρα), διακοπή έντονων διαιτών απίσχνασης ιδιαίτερα στην εφηβική ηλικία, ένταξη γαλακτοκομικών και κυρίως κίτρινων τυριών στη διατροφή καθώς και μείωση της λήψης οινοπνεύματος.
Η θεραπεία της δευτεροπαθούς προεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης αφορά στη διόρθωση του γενεσιουργού αιτίου, όπως π.χ. η θεραπεία παθήσεων που προκαλούν διαταραχές των ορμονών στις γυναίκες και στους άνδρες, η δυσαπορρόφηση ασβεστίου από το έντερο λόγω κάποιας χρόνιας νόσου του εντέρου, η ελεγχόμενη και υπό κάλυψη με ασβέστιο και βιταμίνη D λήψη κορτιζόνης και αντιεπιληπτικών και ο έλεγχος τόσων παθήσεων που μπορούν να προκαλέσουν απώλεια οστικής μάζας. Στην περίπτωση της ιδιοπαθούς προεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης η θεραπεία είναι πολύ δύσκολη, διότι δεν έχουμε το κατάλληλο φάρμακο. Σε αυτές τις καταστάσεις απαιτείται η αυστηρή εφαρμογή των γενικών, απλών κανόνων που ήδη αναφέραμε. Ο προσδιορισμός τόσο της ποσότητας της βιταμίνης D στο αίμα τους καλοκαιρινούς και τους χειμερινούς μήνες όσο και των επιπέδων του ασβεστίου στο αίμα και στα ούρα μπορεί να μας κατευθύνει για να προσδιορίσουμε την καθημερινή ιδανική δόση της βιταμίνης D και του ασβεστίου κατά τη διάρκεια του έτους. Όλα αυτά συνήθως αποτρέπουν την αύξηση της ήδη υπάρχουσας απώλειας οστού. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η υγεία του σκελετού μας εξαρτάται από την υγεία και την αρμονική αλληλεπίδραση τριών παραγόντων: του ορμονικού, του διατροφικού και του μυϊκού. Οποιαδήποτε πάθηση προκαλεί διαταραχή αυτής της αρμονικής αλληλεπίδρασης οδηγεί σε προεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση.